- τελεσφόρος
- I
Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το σώμα. Ο Τ. μαζί με την Υγεία αποτελούσαν τους συνοδούς του Ασκληπιού. Έφερε την προσωνυμία του Σωτήρα και ήταν προστάτης των ασθενών, που βρίσκονταν στην ανάρρωση. Πολλά νομίσματα της εποχής του Αδριανού έφεραν την εικόνα του.IIΠάπας της Ρώμης, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομαστός αναχωρητής, ο οποίος διαδέχτηκε τον επίσκοπο Ρώμης Σίξτο (125). Ως επίσκοπος καταπολέμησε διάφορες αιρέσεις των γνωστικών, και εκπόνησε πολλές λειτουργικές διατάξεις για χρήση των εκκλησιών. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 136. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου.* * *-ο / τελεσφόρος, -ον, ΝΑαυτός που φέρνει αίσιο τέλος σε κάτι, αποτελεσμαστικός, δραστικός, καρποφόρος, τελεσιουργόςαρχ.1. αυτός που εκπληρώνεται, που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται («πατρὸς δὴ νῡν ἀραὶ τελεσφόροι», Αισχύλ.)2. αυτός που επιτυγχάνει τους σκοπούς του («τελεσφόρος Δίκη κακοὺς κακῶς φθείρειαν», Σοφ.)3. αυτός που φέρει καρπούς σε ορισμένη εποχή4. (για δένδρο) αυτός που φέρει τους καρπούς του, ώσπου να ωριμάσουν εντελώς5. αυτός που συντελεί σε γονιμότητα («γλυκὺ καὶ πότιμον ἤ ὁλως ἄτροφον ἤ μὴ τελεσφόρον ἐστίν [ὕδωρ]», Θεόφρ.)6. αυτὸς που έχει τη διοίκηση, που κυβερνά («ἐξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος γυνὴ τόπαρχος», Αισχύλ.)7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών επτά και εννέα8. μάγος, γόης9. τίτλος ιερέα στην Κυρήνη10. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Τελεσφόροςονομασία θεότητας που λατρευόταν μαζί με τον Ασκληπιό και την Υγιεία, αλλ. Τελεσφορίων*.επίρρ...τελεσφόρως Νκατά τρόπο τελεσφόρο, αποτελεσματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.